ημιόδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιόδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἡμιόδιον]]<br />μισή [[κατά]] το [[πλάτος]] [[οδός]], στενή [[οδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οδός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εισ</i>-<i>όδιος</i>].
|mltxt=[[ἡμιόδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡμιόδιον]]<br />μισή [[κατά]] το [[πλάτος]] [[οδός]], στενή [[οδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οδός]]), [[πρβλ]]. [[εισόδιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισόδιος].