εισόδιος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
-α, -ο (AM εἰσόδιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Εἰσόδια
τα Εισόδια της Θεοτόκου, θεομητορική εορτή εις ανάμνησιν της εισόδου, της αφιερώσεως της Παναγίας στον ναό
3. το ουδ. εν. ως ουσ. το εισόδιο(-ν)
ο πρόλογος, το προοίμιο
μσν.
1. ανάληψη αξιώματος
2. εγκώμιο
αρχ.
1. εισόδημα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εἰσόδιοι
οι επισκέπτες.