ηχώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ευ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> ([[πρβλ]]. [[δυσώδης]], [[ευώδης]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσώδης, ευώδης)].