ηχώδης
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
Greek Monolingual
ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσώδης, ευώδης)].