ικριοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰκριοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), | |mltxt=[[ἰκριοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[ζυγοποιός]], [[κλειδοποιός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek Monolingual
ἰκριοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγοποιός, κλειδοποιός.