ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ἰκριοποιός, ὁ (Α)αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγοποιός, κλειδοποιός.