ἰκριοποιός

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκριοποιός Medium diacritics: ἰκριοποιός Low diacritics: ικριοποιός Capitals: ΙΚΡΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ikriopoiós Transliteration B: ikriopoios Transliteration C: ikriopoios Beta Code: i)kriopoio/s

English (LSJ)

ὁ, maker of scaffolding or benches, Poll. 7.125.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκριοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἴκρια ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125.

Greek Monolingual

ἰκριοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγοποιός, κλειδοποιός.