ισομερής: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰσομερής]], -ές)<br />αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br />(χημ) [[χαρακτηρισμός]] τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το [[φαινόμενο]] της ισομέρειας<br /><b>μσν.</b><br />[[ίσος]] («ἰσομερὲς [[κέρδος]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παίρνει ίσο [[μερίδιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισομερώς</i> (Α <i>ἰσομερῶς</i>)<br />με ισομερή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἰσομερής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]], ενώ ο επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰσομερής]], -ές)<br />αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br />(χημ) [[χαρακτηρισμός]] τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το [[φαινόμενο]] της ισομέρειας<br /><b>μσν.</b><br />[[ίσος]] («ἰσομερὲς [[κέρδος]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παίρνει ίσο [[μερίδιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισομερώς</i> (Α <i>ἰσομερῶς</i>)<br />με ισομερή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἰσομερής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]], ενώ ο επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>isomerous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>iso</i>- ([[πρβλ]]. <i>ισ</i>[[ο]])- <span style="color: red;">+</span> -<i>merous</i> ([[πρβλ]]. [[μέρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἰσομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη
νεοελλ.
(χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο της ισομέρειας
μσν.
ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.)
αρχ.
αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο.
επίρρ...
ισομερώς (Α ἰσομερῶς)
με ισομερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσομερής < ἰσ(ο)- + -μερής < μέρος, ενώ ο επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomerous < iso- (πρβλ. ισο)- + -merous (πρβλ. μέρος)].