ισχιομηρικός: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>φρ.</b> «[[ισχιομηρικός]] [[σύνδεσμος]]» — ο [[σύνδεσμος]] της οπίσθιας πλευράς του αρθρικού θυλάκου, ο [[οποίος]] αναστέλλει τη [[στροφή]] του μηρού [[προς]] τα [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>μηρ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηρός]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου ( | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>φρ.</b> «[[ισχιομηρικός]] [[σύνδεσμος]]» — ο [[σύνδεσμος]] της οπίσθιας πλευράς του αρθρικού θυλάκου, ο [[οποίος]] αναστέλλει τη [[στροφή]] του μηρού [[προς]] τα [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>μηρ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηρός]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>coxofemoral</i>) και μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό
φρ. «ισχιομηρικός σύνδεσμος» — ο σύνδεσμος της οπίσθιας πλευράς του αρθρικού θυλάκου, ο οποίος αναστέλλει τη στροφή του μηρού προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + μηρ-ικός (< μηρός). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. coxofemoral) και μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].