καταγελαστικός: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katagelastikos | |Transliteration C=katagelastikos | ||
|Beta Code=katagelastiko/s | |Beta Code=katagelastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καταγελαστική, καταγελαστικόν, [[satirical]], [[ὕμνος|ὕμνοι]] Men.Rh.p.337 S. (Comp.). Adv. [[καταγελαστικῶς]] = [[scoffingly]], Poll. 5.128. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταγελαστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγελώ]]<br />ο [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταγελαστικῶς]] (Α)<br />χλευαστικά, εμπαικτικά. | |mltxt=[[καταγελαστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγελώ]]<br />ο [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταγελαστικῶς]] (Α)<br />χλευαστικά, εμπαικτικά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταγελαστικός:''' [[насмешливый]] Men. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
καταγελαστική, καταγελαστικόν, satirical, ὕμνοι Men.Rh.p.337 S. (Comp.). Adv. καταγελαστικῶς = scoffingly, Poll. 5.128.
German (Pape)
[Seite 1341] ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch, Poll. 5, 128, adv.
Greek Monolingual
καταγελαστικός, -ή, -όν (Α) καταγελώ
ο χλευαστικός.
επίρρ...
καταγελαστικῶς (Α)
χλευαστικά, εμπαικτικά.
Russian (Dvoretsky)
καταγελαστικός: насмешливый Men.