κατάμακτος: Difference between revisions
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katamaktos | |Transliteration C=katamaktos | ||
|Beta Code=kata/maktos | |Beta Code=kata/maktos | ||
|Definition= | |Definition=κατάμακτον, [[cast]], [[moulded]], of votive offerings, [[σῶμα]], [[οὖς]], ''IG''22.1534.45,48. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
κατάμακτον, cast, moulded, of votive offerings, σῶμα, οὖς, IG22.1534.45,48.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμακτος: -ον, (καταμάσσω), κατ. τύπος, κατάμακτον σῶμα γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.
Greek Monolingual
κατάμακτος, -ον (Α) καταμάσσω
ο χυτός σε τύπο, σε καλούπι.