φλοιῶτις: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=floiotis
|Transliteration C=floiotis
|Beta Code=floiw=tis
|Beta Code=floiw=tis
|Definition=ιδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of rind, rind-covered</b>, σκέπη Lyc.1422.</span>
|Definition=ιδος, ἡ, [[made of rind]], [[rind-covered]], σκέπη Lyc.1422.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ιδος, ἡ, aus Rinde, Bast bestehend, [[σκέπη]] Lycophr. 1422.
}}
{{ls
|lstext='''φλοιῶτις''': -ιδος, ἡ, (φλοιὸς) κεκαλυμμένη διὰ φλοιοῦ, φλοιῶτιν ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην, «τὴν τῶν φλοιῶν διπλῆν σκέπην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1422.
}}
{{grml
|mltxt=-ώτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῶτις</i>, θηλ. της κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> [[πατριῶτις]], [[στρατιῶτις]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:10, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλοιῶτις Medium diacritics: φλοιῶτις Low diacritics: φλοιώτις Capitals: ΦΛΟΙΩΤΙΣ
Transliteration A: phloiō̂tis Transliteration B: phloiōtis Transliteration C: floiotis Beta Code: floiw=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, made of rind, rind-covered, σκέπη Lyc.1422.

German (Pape)

[Seite 1293] ιδος, ἡ, aus Rinde, Bast bestehend, σκέπη Lycophr. 1422.

Greek (Liddell-Scott)

φλοιῶτις: -ιδος, ἡ, (φλοιὸς) κεκαλυμμένη διὰ φλοιοῦ, φλοιῶτιν ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην, «τὴν τῶν φλοιῶν διπλῆν σκέπην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1422.

Greek Monolingual

-ώτιδος, ἡ, Α
αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. -ῶτις, θηλ. της κατάλ. -ώτης (πρβλ. πατριῶτις, στρατιῶτις)].