καταχρώζω: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(20)
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταχρώννυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρῴζω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχρώζω''': τῷ ἑπομένῳ.
|lstext='''καταχρώζω''': τῷ ἑπομένῳ.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταχρώννυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρῴζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχρώζω]] (AM)<br />[[άλλος]] τ. του [[καταχρώννυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρώζω]] «[[χρωματίζω]]»].
|mltxt=[[καταχρώζω]] (AM)<br />[[άλλος]] τ. του [[καταχρώννυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρώζω]] «[[χρωματίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταχρώζω:''' ή χρώννῠμι, μέλ. <i>-χρώσω</i>, [[χρωματίζω]] — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -χρώννῢμι fut. -χρώσω<br />to [[colour]]:— Pass. to be stained, Eur.
}}
{{pape
|ptext== [[καταχρώννυμι]], erst bei Sp. im praes.
}}
}}

Latest revision as of 16:53, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.

Greek Monolingual

καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].

Greek Monotonic

καταχρώζω: ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

or -χρώννῢμι fut. -χρώσω
to colour:— Pass. to be stained, Eur.

German (Pape)

καταχρώννυμι, erst bei Sp. im praes.