φολλικώδης: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=follikodis | |Transliteration C=follikodis | ||
|Beta Code=follikw/dhs | |Beta Code=follikw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=φολλικῶδες, dub. sens. in Hp.''Epid.''4.30 (cf. [[φολιδώδης]]), [[full of cavities]], [[spongy]], acc. to Gal.19.153; [[scabby]], acc. to Erot., who has φόλλιξ, ικος, ἡ, in sense of a [[scab]], [[leprous sore]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες,<br />dartreux, HPC. <i>Épid</i>. 4 p. 430.<br />'''Étymologie:''' φόλλιξ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[φόλλιξ]], -<i>ικος</i>]<br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>2.</b> [[ψωριάρης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
φολλικῶδες, dub. sens. in Hp.Epid.4.30 (cf. φολιδώδης), full of cavities, spongy, acc. to Gal.19.153; scabby, acc. to Erot., who has φόλλιξ, ικος, ἡ, in sense of a scab, leprous sore.
French (Bailly abrégé)
ης, ες,
dartreux, HPC. Épid. 4 p. 430.
Étymologie: φόλλιξ.
Greek (Liddell-Scott)
φολλικώδης: -ες, (εἶδος) παρ’ Ἱππ., ὅπερ κατὰ τὸν Γαλην. = θυλακώδης, «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».
Greek Monolingual
-ῶδες, Α φόλλιξ, -ικος]
1. πιθ. σπογγώδης, πορώδης
2. ψωριάρης.