Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιόφθιση: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[μαλάκυνση]] ορισμένων ζωνών τών οστών του κρανίου λόγω καθυστερήσεως της οστεοποιήσεώς τους, αλλ. κρανιομαλακία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως [[προς]] το α' συνθετικό, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>craniotabes</i> <span style="color: red;"><</span> <i>crani</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>cranium</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]) <span style="color: red;">+</span> <i>tabes</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tabes</i>)].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[μαλάκυνση]] ορισμένων ζωνών τών οστών του κρανίου λόγω καθυστερήσεως της οστεοποιήσεώς τους, αλλ. κρανιομαλακία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως [[προς]] το α' συνθετικό, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>craniotabes</i> <span style="color: red;"><</span> <i>crani</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>cranium</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]) <span style="color: red;">+</span> <i>tabes</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tabes</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:59, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ. μαλάκυνση ορισμένων ζωνών τών οστών του κρανίου λόγω καθυστερήσεως της οστεοποιήσεώς τους, αλλ. κρανιομαλακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. craniotabes < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + tabes (< λατ. tabes)].