κραυγαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kravgastikos
|Transliteration C=kravgastikos
|Beta Code=kraugastiko/s
|Beta Code=kraugastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vociferous</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>230</span>, Sch.<span class="bibl">Il. 1.575</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1078</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>485</span>.</span>
|Definition=κραυγαστική, κραυγαστικόν, [[vociferous]], Procl.''Par.Ptol.''230, Sch.Il. 1.575; <b class="b3">τὸ κ.</b> Sch.Ar.''Pax''1078. Adv. [[κραυγαστικῶς]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''485.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραυγαστικός]], -ή, -όν (Α) [[κραυγάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κραυγαστικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά.
|mltxt=[[κραυγαστικός]], -ή, -όν (Α) [[κραυγάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κραυγαστικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά.
}}
{{pape
|ptext=<i>gern [[schreiend]]; Schol. Il</i>. 1.575 und Sp.<br><b class="num">• Adv.</b>, <i>Schol. Ar. Eq</i>. 485.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγαστικός Medium diacritics: κραυγαστικός Low diacritics: κραυγαστικός Capitals: ΚΡΑΥΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraugastikós Transliteration B: kraugastikos Transliteration C: kravgastikos Beta Code: kraugastiko/s

English (LSJ)

κραυγαστική, κραυγαστικόν, vociferous, Procl.Par.Ptol.230, Sch.Il. 1.575; τὸ κ. Sch.Ar.Pax1078. Adv. κραυγαστικῶς Sch.Ar.Eq.485.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κραυγάζῃ, «φωνακλᾶς», κραυγαστικούς, πλήκτας, προπετεῖς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 230, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 575, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 485.

Greek Monolingual

κραυγαστικός, -ή, -όν (Α) κραυγάζω
1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν
η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά.

German (Pape)

gern schreiend; Schol. Il. 1.575 und Sp.
• Adv., Schol. Ar. Eq. 485.