κως: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(22)
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κως
|Medium diacritics=κως
|Low diacritics=κως
|Capitals=ΚΩΣ
|Transliteration A=kōs
|Transliteration B=kōs
|Transliteration C=kos
|Beta Code=kws
|Definition=''Ionic enclit.'' for [[πως]], Hdt.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[πως]].
|btext=v. [[πως]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[κώας]]<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κῶες</i><br />οι φυλακισμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[κῶος]] (Ι)].———————— <b>(II)</b><br />κῶς, κως (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>πώς</i>, <i>πως</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[κώας]]<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κῶες</i><br />οι φυλακισμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[κῶος]] (Ι)].<br /><b>(II)</b><br />κῶς, κως (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>πώς</i>, <i>πως</i>.
}}
{{pape
|ptext=ion. = πως, Her.
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κως Medium diacritics: κως Low diacritics: κως Capitals: ΚΩΣ
Transliteration A: kōs Transliteration B: kōs Transliteration C: kos Beta Code: kws

English (LSJ)

Ionic enclit. for πως, Hdt.

French (Bailly abrégé)

v. πως.

Greek Monolingual

(I)
κῶς, τὸ (Α)
1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶες
οι φυλακισμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].
(II)
κῶς, κως (Α)
ιων. τ. βλ. πώς, πως.

German (Pape)

ion. = πως, Her.