μεγαλόστηθος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(24) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalostithos | |Transliteration C=megalostithos | ||
|Beta Code=megalo/sthqos | |Beta Code=megalo/sthqos | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλόστηθον, = [[μεγαλόστερνος]] ([[broad-chested]]), Mnesith. ap. Orib. 21.7.6 (Sup.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλόστηθον, = μεγαλόστερνος (broad-chested), Mnesith. ap. Orib. 21.7.6 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόστηθος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στῆθος, Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα στῆθος, Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεγαλόστηθος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στήθος.