λιθοθραύστης: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[εργάτης]] που [[σπάζει]] πέτρες<br /><b>2.</b> [[θραυστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[εργάτης]] που [[σπάζει]] πέτρες<br /><b>2.</b> [[θραυστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. <i>καρυο</i>-[[θραύστης]], [[κυματοθραύστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. εργάτης που σπάζει πέτρες
2. θραυστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο-θραύστης, κυματοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].