ληκυθουργός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(23) |
(1ba) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληκυθουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ληκύθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λήκυθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | |mltxt=[[ληκυθουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ληκύθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λήκυθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληκῠθουργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ληκῠθ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[making]] oil-flasks, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 03:25, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, = ληκυθοποιός, Plut. Pericl. 12, nach Reiske für λινουργός.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.
Greek Monolingual
ληκυθουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ληκύθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
ληκῠθουργός: -όν (ἔργω), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.