ληκύθειος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(23)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ληκήθειος, -ον (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκύθειος]] Μοῡσα» — η [[τραγωδία]].
|mltxt=ληκήθειος, -ον (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκύθειος]] Μοῦσα» — η [[τραγωδία]].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 39] zur λήκυθος gehörig, bombastisch, Μοῦσα, Callim. fr. 319.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθειος: -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, ληκύθειος Μοῦσα, δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.

Greek Monolingual

ληκήθειος, -ον (Α) λήκυθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο
2. φρ. «ληκύθειος Μοῦσα» — η τραγωδία.