λικμώ: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λικμῶ, -άω)<br />[[λικμίζω]], [[λιχνίζω]] («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διασκορπίζω]] [[κάτι]] σαν [[άχυρο]] («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εξαφανίζω]], [[καταστρέφω]] («ἐφ' ὅν δ' ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>λικμῶ</i>, [[λίκνον]] <span style="color: red;"><</span> <i>νικμᾶν</i>, <i>νίκνον</i>, με [[ανομοίωση]], <span style="color: red;"><</span> <i>nik</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>neik</i>- «[[λιχνίζω]] [[σιτηρά]]» — στον τ. <i>νικμᾶν</i> ανάγεται και το θ. -<i>νικ</i>-, που απαντά στον τ. <i>εὐ</i><span style="color: red;"><</span><i>νι</i>&GT;<i>κμητον</i><br /><i>εὐλίκμητον</i> (<b>Ησύχ.</b>), [[καθώς]] και το υστερογενές ρ. <i>ἰκμῶ</i> «[[λιχνίζω]]» με σίγηση του αρκτικού <i>ν</i>-. Στον <b>Ησύχ.</b> μαρτυρούνται [[επίσης]] οι γλώσσες: <i>νεῖκλον</i> και <i>νίκλον</i><br /><i>το [[λίκνον]], <i>νικλεῖν</i><br /><i>λικμᾶν</i>, [[νεικλητήρ]]<br />[[λικμητήρ]]. Οι λ. <i>λικμῶ</i>, [[λίκνον]] συνδέονται πιθ. με λιθουαν. <i>niekoju</i>, λεττον. <i>ni</i><i>ē</i><i>kat</i> «[[λιχνίζω]] [[σιτάρι]]», ουαλ. <i>nithio</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λίκμηση]](-<i>ις</i>), [[λικμητήρ]], [[λικμητής]], [[λικμητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λικμητός]], [[λίκμητρα]], [[λικμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λικμήτωρ]].
|mltxt=(AM λικμῶ, -άω)<br />[[λικμίζω]], [[λιχνίζω]] («καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διασκορπίζω]] [[κάτι]] σαν [[άχυρο]] («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εξαφανίζω]], [[καταστρέφω]] («ἐφ' ὅν δ' ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>λικμῶ</i>, [[λίκνον]] <span style="color: red;"><</span> <i>νικμᾶν</i>, <i>νίκνον</i>, με [[ανομοίωση]], <span style="color: red;"><</span> <i>nik</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>neik</i>- «[[λιχνίζω]] [[σιτηρά]]» — στον τ. <i>νικμᾶν</i> ανάγεται και το θ. -<i>νικ</i>-, που απαντά στον τ. <i>εὐ</i><span style="color: red;"><</span><i>νι</i>><i>κμητον</i><br /><i>εὐλίκμητον</i> (<b>Ησύχ.</b>), [[καθώς]] και το υστερογενές ρ. <i>ἰκμῶ</i> «[[λιχνίζω]]» με σίγηση του αρκτικού <i>ν</i>-. Στον <b>Ησύχ.</b> μαρτυρούνται [[επίσης]] οι γλώσσες: <i>νεῖκλον</i> και <i>νίκλον</i><br />το [[λίκνον]], <i>νικλεῖν</i><br /><i>λικμᾶν</i>, [[νεικλητήρ]]<br />[[λικμητήρ]]. Οι λ. <i>λικμῶ</i>, [[λίκνον]] συνδέονται πιθ. με λιθουαν. <i>niekoju</i>, λεττον. <i>ni</i><i>ē</i><i>kat</i> «[[λιχνίζω]] [[σιτάρι]]», ουαλ. <i>nithio</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λίκμηση]](-<i>ις</i>), [[λικμητήρ]], [[λικμητής]], [[λικμητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λικμητός]], [[λίκμητρα]], [[λικμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λικμήτωρ]].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM λικμῶ, -άω)
λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες», Ξεν.)
αρχ.
1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ)
2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ' ὅν δ' ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ, λίκνον < νικμᾶν, νίκνον, με ανομοίωση, < nik-, μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας neik- «λιχνίζω σιτηρά» — στον τ. νικμᾶν ανάγεται και το θ. -νικ-, που απαντά στον τ. εὐ<νι>κμητον
εὐλίκμητον (Ησύχ.), καθώς και το υστερογενές ρ. ἰκμῶ «λιχνίζω» με σίγηση του αρκτικού ν-. Στον Ησύχ. μαρτυρούνται επίσης οι γλώσσες: νεῖκλον και νίκλον
το λίκνον, νικλεῖν
λικμᾶν, νεικλητήρ
λικμητήρ. Οι λ. λικμῶ, λίκνον συνδέονται πιθ. με λιθουαν. niekoju, λεττον. niēkat «λιχνίζω σιτάρι», ουαλ. nithio.
ΠΑΡ. λίκμηση(-ις), λικμητήρ, λικμητής, λικμητικός
αρχ.
λικμητός, λίκμητρα, λικμός
αρχ.-μσν.
λικμήτωρ.