λιμνώ: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(23)
 
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λιμνῶ, -όω (Α) [[λίμνη]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε [[λίμνη]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λιμνοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καλύπτομαι από ὕδατα, [[γίνομαι]] [[λίμνη]] («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῑσθαι παρέχειν», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=λιμνῶ, -όω (Α) [[λίμνη]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε [[λίμνη]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λιμνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καλύπτομαι από ὕδατα, [[γίνομαι]] [[λίμνη]] («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῖσθαι παρέχειν», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 28 March 2021

Greek Monolingual

λιμνῶ, -όω (Α) λίμνη
1. μεταβάλλω σε λίμνη
2. παθ. λιμνοῦμαι, -όομαι
καλύπτομαι από ὕδατα, γίνομαι λίμνη («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῖσθαι παρέχειν», Στράβ.).