λιποειδής: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λίπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[λίπος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τa λιποειδή</i><br /><b>(βιοχ.)</b> [[ετερογενής]] [[ομάδα]] ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι [[είναι]] αδιάλυτες στο [[νερό]], [[αλλά]] διαλυτές στην [[αλκοόλη]] και άλλους οργανικούς διαλύτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λίπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[λίπος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τa λιποειδή</i><br /><b>(βιοχ.)</b> [[ετερογενής]] [[ομάδα]] ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι [[είναι]] αδιάλυτες στο [[νερό]], [[αλλά]] διαλυτές στην [[αλκοόλη]] και άλλους οργανικούς διαλύτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lipoid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lip</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>oid</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>oides</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που μοιάζει με λίπος
2. αυτός που έχει λίπος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τa λιποειδή
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλυτές στην αλκοόλη και άλλους οργανικούς διαλύτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoid < lip(o)- (< λίπος) + -oid (< λατ. -oides < -ειδής < εἶδος)].