λιποειδής

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με λίπος
2. αυτός που έχει λίπος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τa λιποειδή
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλυτές στην αλκοόλη και άλλους οργανικούς διαλύτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoid < lip(o)- (< λίπος) + -oid (< λατ. -oides < -ειδής < εἶδος)].