λινοβάμβακος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(23) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και λινομπάμπακος, -η, -ο (Μ [[λινοβάμβακος]], -ον)<br /><b>1.</b> υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι λινοβάμβακοι</i><br />[[κρυπτοχριστιανοί]] που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[βάμβαξ]], -<i>ακος</i> με αναβιβασμό του τόνου ( | |mltxt=και λινομπάμπακος, -η, -ο (Μ [[λινοβάμβακος]], -ον)<br /><b>1.</b> υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι λινοβάμβακοι</i><br />[[κρυπτοχριστιανοί]] που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[βάμβαξ]], -<i>ακος</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[πρβλ]]. <i>αμπελοχώραφο</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
και λινομπάμπακος, -η, -ο (Μ λινοβάμβακος, -ον)
1. υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού
2. στον πληθ. οι λινοβάμβακοι
κρυπτοχριστιανοί που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + βάμβαξ, -ακος με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. αμπελοχώραφο)].