λυσήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysinor
|Transliteration C=lysinor
|Beta Code=lush/nwr
|Beta Code=lush/nwr
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">relaxing men</b>, οἶνος <span class="bibl">Tryph.449</span>.</span>
|Definition=-ορος, ὁ, ἡ, [[relaxing men]], οἶνος Tryph.449.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>λυσ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>λύω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαπ</i>-<i>ήνωρ</i>, <i>αλεξ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[λυσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυσ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἔλυσ]]-<i>α</i>, αόρ. του <i>λύω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. [[αγαπήνωρ]], [[αλεξήνωρ]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ορος, <i>[[Männer]] [[auflösend]], [[entkräftend]]</i>, Tryphiod. 447.
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσήνωρ Medium diacritics: λυσήνωρ Low diacritics: λυσήνωρ Capitals: ΛΥΣΗΝΩΡ
Transliteration A: lysḗnōr Transliteration B: lysēnōr Transliteration C: lysinor Beta Code: lush/nwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, relaxing men, οἶνος Tryph.449.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐλκύων τοὺς ἄνδρας, Τρυφιόδ. 449.

Greek Monolingual

λυσήνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ- (πρβλ. ἔλυσ-α, αόρ. του λύω) + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπήνωρ, αλεξήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

German (Pape)

[ῡ], ορος, Männer auflösend, entkräftend, Tryphiod. 447.