λυμεωνεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(23) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lymeoneyomai | |Transliteration C=lymeoneyomai | ||
|Beta Code=lumewneu/omai | |Beta Code=lumewneu/omai | ||
|Definition= | |Definition=[[play the destroyer]], [[act the destroyer]] ([[λυμεών]]), ''Plb.5.5.8''. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], = [[λυμαίνομαι]], Pol. 5.5.8. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡμεωνεύομαι:''' Polyb. [[varia lectio|v.l.]] = [[λυμαίνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυμεωνεύομαι]] (Α) [[λυμεών]]<br />έχω τη [[διάθεση]] να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι | |mltxt=[[λυμεωνεύομαι]] (Α) [[λυμεών]]<br />έχω τη [[διάθεση]] να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα συνεβούλευον», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:34, 30 November 2022
English (LSJ)
play the destroyer, act the destroyer (λυμεών), Plb.5.5.8.
German (Pape)
[ῡ], = λυμαίνομαι, Pol. 5.5.8.
Russian (Dvoretsky)
λῡμεωνεύομαι: Polyb. v.l. = λυμαίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.
Greek Monolingual
λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα συνεβούλευον», Πολ.).