μαζοχισμός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> γενετήσια [[διαστροφή]], [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] για να διεγερθεί σεξουαλικά [[πρέπει]] να νιώσει σωματικό πόνο και να υποστεί βίαιη [[μεταχείριση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) νοσηρή [[τάση]] του ατόμου να ζητά [[ικανοποίηση]] στην [[οδύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> γενετήσια [[διαστροφή]], [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] για να διεγερθεί σεξουαλικά [[πρέπει]] να νιώσει σωματικό πόνο και να υποστεί βίαιη [[μεταχείριση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) νοσηρή [[τάση]] του ατόμου να ζητά [[ικανοποίηση]] στην [[οδύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>masoch</i>-<i>isme</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Masoch</i>, όν. Αυστριακού συγγραφέα που περιέγραψε τον παθολογικό ερωτισμό]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:41, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. γενετήσια διαστροφή, κατά την οποία το άτομο για να διεγερθεί σεξουαλικά πρέπει να νιώσει σωματικό πόνο και να υποστεί βίαιη μεταχείριση
2. (κατ' επέκτ.) νοσηρή τάση του ατόμου να ζητά ικανοποίηση στην οδύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. masoch-isme < Masoch, όν. Αυστριακού συγγραφέα που περιέγραψε τον παθολογικό ερωτισμό].