μαίευτρα: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(23)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τα (Μ [[μαίευτρα]])<br />η [[αμοιβή]] της μαίας ή του μαιευτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαιεύομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίδακ</i>-<i>τρα</i>, <i>λύ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=τα (Μ [[μαίευτρα]])<br />η [[αμοιβή]] της μαίας ή του μαιευτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαιεύομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[δίδακτρα]], [[λύτρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μαίευτρα: τά, ἀμοιβὴ διδομένη εἰς μαιεύτριαν διὰ μαίευσιν, Μ. Ψελλὸς ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 87.

Greek Monolingual

τα (Μ μαίευτρα)
η αμοιβή της μαίας ή του μαιευτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρα (πρβλ. δίδακτρα, λύτρα)].