δίδακτρα
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
τά, teacher's fee, Theoc.8.86, Poll.6.186.
Spanish (DGE)
-ων, τά paga, recompensa del maestro Theoc.8.86.
Greek (Liddell-Scott)
δίδακτρα: τά, ὁ μισθός τοῦ διδασκάλου, διδασκάλια, Λατ. minerval, Θεόκρ. 8, 86, Πολυδ. Ϛʹ, 186.
Russian (Dvoretsky)
δίδακτρα: τά плата за учение: δοῦναι τὰ δ. τινί τι Theocr. заплатить кому-л. чем-л. за учение.