μακελλειό: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(23)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM μακελλείον, Μ και [[μακελλειό]]) [[μάκελλος]]<br /><b>1.</b> περιφραγμένος [[τόπος]], όπου σφάζονται τα ζώα, [[σφαγείο]]<br /><b>2.</b> [[κρεοπωλείο]], χασάπικο<br /><b>3.</b> [[μαγειρείο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[σφαγή]] ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο [[μακελλειό]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α. [[κάμνω]] μακελλείον» — [[κατασπαράζω]], [[καταξεσχίζω]]<br />β) «εἶμαι τοῡ μακελλείου» — προορίζομαι για θάνατο, [[είμαι]] [[μελλοθάνατος]].
|mltxt=το (AM μακελλείον, Μ και [[μακελλειό]]) [[μάκελλος]]<br /><b>1.</b> περιφραγμένος [[τόπος]], όπου σφάζονται τα ζώα, [[σφαγείο]]<br /><b>2.</b> [[κρεοπωλείο]], χασάπικο<br /><b>3.</b> [[μαγειρείο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[σφαγή]] ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο [[μακελλειό]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α. [[κάμνω]] μακελλείον» — [[κατασπαράζω]], [[καταξεσχίζω]]<br />β) «εἶμαι τοῦ μακελλείου» — προορίζομαι για θάνατο, [[είμαι]] [[μελλοθάνατος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 15 February 2019

Greek Monolingual

το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) μάκελλος
1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο
2. κρεοπωλείο, χασάπικο
3. μαγειρείο
νεοελλ.-μσν.
μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό»)
μσν.
φρ. α. κάμνω μακελλείον» — κατασπαράζω, καταξεσχίζω
β) «εἶμαι τοῦ μακελλείου» — προορίζομαι για θάνατο, είμαι μελλοθάνατος.