Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφαγείο

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το / σφαγεῖον, ΝΑ, και σφαγειό Ν σφαγή
νεοελλ.
1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο
2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση ανθρώπου
β) κατάστημα του οποίου τα προϊόντα έχουν πολύ υψηλές τιμές
γ) χαρτοπαικτική συγκέντρωση όπου ορισμένοι χαρτοπαίκτες κλέβουν τους άλλους
δ) παράνομος οίκος ανοχής στον οποίο παρασύρονται νεαρά κορίτσια ή παντρεμένες γυναίκες
ε) βιομηχανικά σφαγεία»
(τροφ. τεχνολ.) σφαγεία που αποτελούν βιομηχανικό συγκρότημα με εγκαταστάσεις ψύξης και κατάψυξης του κρέατος, τμήμα τεμαχισμού και τυποποίησης του κρέατος, αλλαντοποιείο-κονσερβοποιείο και εγκαταστάσεις επεξεργασίας τών παραπροϊόντων τών σφαγείων
στ) «υγειονομικό σφαγείο»
(τροφ. τεχνολ.) ιδιαίτερος χώρος του σφαγείου με δικό του εξοπλισμό στον οποίο σφάζονται τα άρρωστα ή τα ύποπτα ασθένειας ζώα
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το αίμα ζώων που είχαν θυσιαστεί.