μάκελλος
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
English (LSJ)
ὁ, = Latin macellum, market, IG 5(2).268.45 (Mantinea, i BC), 5(1).149 (Sparta), 1 Epic Cor. 10.25, DC. 61.18, PLond, ined. 2487.43 (iv AD); — hence μακελλάριος, μακελλάριον.
V. μάκελλον.
Greek Monolingual
μάκελλος και μάκελος, ὁ (Α)
το μάκελλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάκελλον, με αλλαγή γένους].