μαχαιρᾶς: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=machairas | |Transliteration C=machairas | ||
|Beta Code=maxaira=s | |Beta Code=maxaira=s | ||
|Definition=ᾶ, ὁ, | |Definition=ᾶ, ὁ, [[cutler]], POxy.1676.6 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α μαχαιρᾱς) [[μάχαιρα]]<br />ο [[κατασκευαστής]] μαχαιριών, ο [[μαχαιροποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[συνήθως]] οπλισμένος με [[μαχαίρι]] και το χρησιμοποιεί στις συμπλοκές ή στις φιλονικίες του, ο [[μαχαιροβγάλτης]]. | |mltxt=ο (Α μαχαιρᾱς) [[μάχαιρα]]<br />ο [[κατασκευαστής]] μαχαιριών, ο [[μαχαιροποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[συνήθως]] οπλισμένος με [[μαχαίρι]] και το χρησιμοποιεί στις συμπλοκές ή στις φιλονικίες του, ο [[μαχαιροβγάλτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 03:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, cutler, POxy.1676.6 (iii A. D.).
Greek Monolingual
ο (Α μαχαιρᾱς) μάχαιρα
ο κατασκευαστής μαχαιριών, ο μαχαιροποιός
νεοελλ.
αυτός που είναι συνήθως οπλισμένος με μαχαίρι και το χρησιμοποιεί στις συμπλοκές ή στις φιλονικίες του, ο μαχαιροβγάλτης.