μελανοχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(24)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανοχαίτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρυ</i>-<i>χαίτης</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χαίτης</i>)].
|mltxt=[[μελανοχαίτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] ([[πρβλ]]. [[μακρυχαίτης]], [[χρυσοχαίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

μελανοχαίτης, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυχαίτης, χρυσοχαίτης)].