μετακοσμώ: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(24)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μετακοσμῶ, -έω (Α)<br />[[μεταβάλλω]] μια [[διακόσμηση]] ή [[τάξη]] ή [[κατάσταση]], [[μεταρρυθμίζω]] (α. «[[οὕτως]] μετακοσμεῑται πρὸς τὸ φῶς ἡ [[πτέρωσις]]», <b>Λουκιαν.</b><br />β. <b>μτφ.</b> «μετακοσμεῑν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοσμῶ</i> «[[στολίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]]»)].
|mltxt=μετακοσμῶ, -έω (Α)<br />[[μεταβάλλω]] μια [[διακόσμηση]] ή [[τάξη]] ή [[κατάσταση]], [[μεταρρυθμίζω]] (α. «[[οὕτως]] μετακοσμεῖται πρὸς τὸ φῶς ἡ [[πτέρωσις]]», <b>Λουκιαν.</b><br />β. <b>μτφ.</b> «μετακοσμεῖν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοσμῶ</i> «[[στολίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 13 October 2022

Greek Monolingual

μετακοσμῶ, -έω (Α)
μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῖται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν.
β. μτφ. «μετακοσμεῖν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος «τάξη»)].