μετακοσμώ
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Greek Monolingual
μετακοσμῶ, -έω (Α)
μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῖται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν.
β. μτφ. «μετακοσμεῖν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος «τάξη»)].