μονόστροφος: Difference between revisions

(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monostrofos
|Transliteration C=monostrofos
|Beta Code=mono/strofos
|Beta Code=mono/strofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consisting of a single strophe</b>, <b class="b3">στροφή</b> Sch.Tricl.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>239</span>. Adv. -φως ibid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἅμαξα μ</b>. either a cart <b class="b2">with solid wheels</b>, or <b class="b2">wheelbarrow</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.7.6</span>; cf. μονόκυκλος <span class="bibl">2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">of one turn</b>, ἕλιξ Speus. ap. <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Euc.</span>pp.180,187</span> F., <span class="bibl">Papp.1110.2</span>.</span>
|Definition=μονόστροφον,<br><span class="bld">A</span> [[consisting of a single strophe]], [[στροφή]] Sch.Tricl.E.''Ph.''239. Adv. [[μονοστρόφως]] ibid.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἅμαξα μ.</b> either a cart [[with solid wheels]], or [[wheelbarrow]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.6; cf. [[μονόκυκλος]] 2.<br><span class="bld">III</span> [[of one turn]], ἕλιξ Speus. ap. Procl.''in Euc.''pp.180,187 F., Papp.1110.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] aus <b class="b2">einer</b> Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] aus [[einer]] Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόστροφος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[στροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έλικα) αυτός που στρέφεται [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μονόστροφος]] [[ἅμαξα]]» — [[άμαξα]] με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοστρόφως</i> (ΑΜ)<br />με μία [[στροφή]], σε μία [[στροφή]], [[κατά]] τρόπο μονόστροφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στροφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>στροφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόστροφος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[στροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έλικα) αυτός που στρέφεται [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μονόστροφος]] [[ἅμαξα]]» — [[άμαξα]] με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοστρόφως</i> (ΑΜ)<br />με μία [[στροφή]], σε μία [[στροφή]], [[κατά]] τρόπο μονόστροφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στροφή]]), [[πρβλ]]. [[πολύστροφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

English (LSJ)

μονόστροφον,
A consisting of a single strophe, στροφή Sch.Tricl.E.Ph.239. Adv. μονοστρόφως ibid.
II ἅμαξα μ. either a cart with solid wheels, or wheelbarrow, Thphr. HP 5.7.6; cf. μονόκυκλος 2.
III of one turn, ἕλιξ Speus. ap. Procl.in Euc.pp.180,187 F., Papp.1110.2.

German (Pape)

[Seite 205] aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστροφος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. ἅμαξα μ., μονότροχος, ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. μονότροχος).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόστροφος, -ον)
αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή
αρχ.
1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση
2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» — άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη.
επίρρ...
μονοστρόφως (ΑΜ)
με μία στροφή, σε μία στροφή, κατά τρόπο μονόστροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. πολύστροφος].