ξύστρο: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ξύστρον]])<br />[[εργαλείο]] για [[ξύσιμο]], για [[λείανση]], [[ξύστρα]], [[ξυστήρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κηπουρικό [[εργαλείο]] για [[ελαφρά]] σκαλίσματα<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> όργανο που βρίσκεται στο [[στόμα]] τών γαστερόποδων [[μαλακίων]] και αποτελείται από [[σειρά]] δοντιών<br /><b>αρχ.</b><br />δρέπανο προσαρτημένο σε [[άρμα]] («προσηλωμένα τῷ ζυγῷ [[ξύστρα]] παραμήκη, τρισπίθαμα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξυσ</i>- (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξυσ</i>-<i>α</i> του <i>ξύω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ( | |mltxt=το (Α [[ξύστρον]])<br />[[εργαλείο]] για [[ξύσιμο]], για [[λείανση]], [[ξύστρα]], [[ξυστήρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κηπουρικό [[εργαλείο]] για [[ελαφρά]] σκαλίσματα<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> όργανο που βρίσκεται στο [[στόμα]] τών γαστερόποδων [[μαλακίων]] και αποτελείται από [[σειρά]] δοντιών<br /><b>αρχ.</b><br />δρέπανο προσαρτημένο σε [[άρμα]] («προσηλωμένα τῷ ζυγῷ [[ξύστρα]] παραμήκη, τρισπίθαμα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξυσ</i>- (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξυσ</i>-<i>α</i> του <i>ξύω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[κρέμαστρον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
το (Α ξύστρον)
εργαλείο για ξύσιμο, για λείανση, ξύστρα, ξυστήρι
νεοελλ.
1. κηπουρικό εργαλείο για ελαφρά σκαλίσματα
2. ζωολ. όργανο που βρίσκεται στο στόμα τών γαστερόποδων μαλακίων και αποτελείται από σειρά δοντιών
αρχ.
δρέπανο προσαρτημένο σε άρμα («προσηλωμένα τῷ ζυγῷ ξύστρα παραμήκη, τρισπίθαμα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- (πρβλ. αόρ. ἔ-ξυσ-α του ξύω) + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμαστρον)].