μπροστινός: Difference between revisions
From LSJ
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]], [[εμπρόσθιος]], [[πρόσθιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο [[μέρος]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> αυτός που προπορεύεται, που προηγείται<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μπροστινά</i><br />τα εμπρόσθια μέρη του ανθρώπινου σώματος από τη [[μέση]] και [[κάτω]], [[καθώς]] και τα εμπρόσθια σκέλη ζώου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «τών μπροστινών πατήματα τών πισινών γεφύρια» — οι μεταγενέστεροι εκμεταλλεύονται τα επιτεύγματα τών προγενεστέρων και οικοδομούν [[πάνω]] σε αυτά δημιουργώντας νέα επιτεύγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μπροστά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]], [[εμπρόσθιος]], [[πρόσθιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο [[μέρος]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> αυτός που προπορεύεται, που προηγείται<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μπροστινά</i><br />τα εμπρόσθια μέρη του ανθρώπινου σώματος από τη [[μέση]] και [[κάτω]], [[καθώς]] και τα εμπρόσθια σκέλη ζώου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «τών μπροστινών πατήματα τών πισινών γεφύρια» — οι μεταγενέστεροι εκμεταλλεύονται τα επιτεύγματα τών προγενεστέρων και οικοδομούν [[πάνω]] σε αυτά δημιουργώντας νέα επιτεύγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μπροστά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> [[κοντινός]], [[σημερινός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:15, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, εμπρόσθιος, πρόσθιος
2. αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος ενός πράγματος
3. αυτός που προπορεύεται, που προηγείται
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπροστινά
τα εμπρόσθια μέρη του ανθρώπινου σώματος από τη μέση και κάτω, καθώς και τα εμπρόσθια σκέλη ζώου
5. παροιμ. «τών μπροστινών πατήματα τών πισινών γεφύρια» — οι μεταγενέστεροι εκμεταλλεύονται τα επιτεύγματα τών προγενεστέρων και οικοδομούν πάνω σε αυτά δημιουργώντας νέα επιτεύγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. -ινός (πρβλ. κοντινός, σημερινός)].