κοντινός
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση, γειτονικός, διπλανός («έβαλαν φωτιά στο κοντινό δάσος»)
2. σύντομος («από το μονοπάτι είναι πιο κοντινή η απόσταση»)
3. προσεχής, επικείμενος
4. αυτός με τον οποίο έχει κάποιος στενές σχέσεις.
επίρρ...
κοντινά
1. σε μικρή απόσταση, κοντά
2. σύντομα
3. προσεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντά (Ι) + κατάλ. -ινός (πρβλ. μακρινός, χθεσινός)].