μύσκος: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(26) |
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύσκος]], ὁ (Α)<br />(υποκορ. του <i> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύσκος]], ὁ (Α)<br />(υποκορ. του <i>μῦς</i>) [[μυΐσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυίσκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i> «[[ποντικός]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[μύσκος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μύσκος]]<br />[[μίασμα]], [[κῆδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύσος]] «[[ακαθαρσία]], [[μίασμα]]» με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>κος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 24 August 2022
German (Pape)
[Seite 222] = μυΐσκος, Arcad. 50, 15, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
μύσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μῦς, ἀντὶ μυΐσκος, Ἀρκάδ. 50. 15.
Greek Monolingual
(I)
μύσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του μῦς) μυΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυίσκος < μῦς «ποντικός»].
(II)
μύσκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύσκος
μίασμα, κῆδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «ακαθαρσία, μίασμα» με εκφραστικό επίθημα -κος].