ναύδετο: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ναύδετον]])<br />[[σχοινί]] του πλοίου, το [[παλαμάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[σημαντήρας]] που [[είναι]] μόνιμα τοποθετημένος σε [[λιμάνι]] ή σε όρμο και στον οποίο δένεται ένα [[πλοίο]] [[χωρίς]] να απαιτείται να ρίξει [[άγκυρα]], κν. [[τσαμαδούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>δετόν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μαστό</i>-<i>δετον</i>].
|mltxt=το (Α [[ναύδετον]])<br />[[σχοινί]] του πλοίου, το [[παλαμάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[σημαντήρας]] που [[είναι]] μόνιμα τοποθετημένος σε [[λιμάνι]] ή σε όρμο και στον οποίο δένεται ένα [[πλοίο]] [[χωρίς]] να απαιτείται να ρίξει [[άγκυρα]], κν. [[τσαμαδούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>δετόν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>), [[πρβλ]]. [[μαστόδετον]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Greek Monolingual

το (Α ναύδετον)
σχοινί του πλοίου, το παλαμάρι
νεοελλ.
ναυτ. σημαντήρας που είναι μόνιμα τοποθετημένος σε λιμάνι ή σε όρμο και στον οποίο δένεται ένα πλοίο χωρίς να απαιτείται να ρίξει άγκυρα, κν. τσαμαδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + δετόν (< δέω), πρβλ. μαστόδετον].