νηπιόλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηπιόλεκτος]], -ον (Μ)<br /><b>φρ.</b> «νηπιόλεκια ρήματα» — νηπιώδη, ανόητα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] «[[μωρός]], [[ανόητος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοινό</i>-<i>λεκτος</i>].
|mltxt=[[νηπιόλεκτος]], -ον (Μ)<br /><b>φρ.</b> «νηπιόλεκια ρήματα» — νηπιώδη, ανόητα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] «[[μωρός]], [[ανόητος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[κοινόλεκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 10 May 2023

Greek Monolingual

νηπιόλεκτος, -ον (Μ)
φρ. «νηπιόλεκια ρήματα» — νηπιώδη, ανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. κοινόλεκτος].