ξέστρο: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ξέστρον]])<br />[[εργαλείο]] ποικίλης μορφής που αποτελείται από [[λεπίδα]] κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο [[άκρο]] και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων οργάνων, όπως λ.χ. η [[κοιλότητα]] της μήτρας, για [[λήψη]] ή [[απομάκρυνση]] βιολογικού υλικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξεσ</i>- του <i>ξέω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξεσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πίεσ</i>-<i>τρον</i>)].
|mltxt=το (Α [[ξέστρον]])<br />[[εργαλείο]] ποικίλης μορφής που αποτελείται από [[λεπίδα]] κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο [[άκρο]] και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων οργάνων, όπως λ.χ. η [[κοιλότητα]] της μήτρας, για [[λήψη]] ή [[απομάκρυνση]] βιολογικού υλικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξεσ</i>- του <i>ξέω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξεσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[πίεστρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:36, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (Α ξέστρον)
εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις
νεοελλ.
ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων οργάνων, όπως λ.χ. η κοιλότητα της μήτρας, για λήψη ή απομάκρυνση βιολογικού υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + επίθημα -τρον (πρβλ. πίεστρον)].