οινόχρους: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ουν (ΑΜ οἰνόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και [[οἰνόχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του οίνου, [[ξανθός]], [[κοκκινωπός]] (α. «τὴν οἰνόχροα [[τρίχα]]», σχόλ. στον <b>Ευρ.</b> β. «οἰνόχρωτες καὶ | |mltxt=ουν (ΑΜ οἰνόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και [[οἰνόχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του οίνου, [[ξανθός]], [[κοκκινωπός]] (α. «τὴν οἰνόχροα [[τρίχα]]», σχόλ. στον <b>Ευρ.</b> β. «οἰνόχρωτες καὶ ἐρυθραῖ», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]], [[χροός]] και <i>χρωτός</i> «[[επιδερμίδα]]» (<b>πρβλ.</b> [[λευκόχρους]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:43, 6 February 2024
Greek Monolingual
ουν (ΑΜ οἰνόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και οἰνόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ)
αυτός που έχει το χρώμα του οίνου, ξανθός, κοκκινωπός (α. «τὴν οἰνόχροα τρίχα», σχόλ. στον Ευρ. β. «οἰνόχρωτες καὶ ἐρυθραῖ», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα» (πρβλ. λευκόχρους)].