οκτάπους: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[ὀκτάπους]] και [[ὀκτώπους]], -ουν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ουν (ΑΜ [[ὀκτάπους]] και [[ὀκτώπους]], -ουν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οκτάπους]] και [[οκτώπους]]<br /><b>ζωολ.</b> το [[χταπόδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[οκτάποδα]] <b>ζωολ.</b> τα [[οκτώποδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] ίση με [[οκτώ]] τετραγωνικά πόδια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σκορπιός]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὀκτάποδες</i><br />(στους [[Σκύθες]]) κοινωνική [[τάξη]] της οποίας τα [[μέλη]] κατείχαν δύο βόδια και μία [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[εννεάπους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 11 May 2023
Greek Monolingual
-ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, -ουν)
1. αυτός που έχει οκτώ πόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπους
ζωολ. το χταπόδι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδα
αρχ.
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει έκταση ίση με οκτώ τετραγωνικά πόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ο σκορπιός
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτάποδες
(στους Σκύθες) κοινωνική τάξη της οποίας τα μέλη κατείχαν δύο βόδια και μία άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πους (< πούς), πρβλ. εννεάπους].