οκτάκλινος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάκλινος]], -ον)<br />(για [[δωμάτιο]]) αυτός που χωρεί ή περιλαμβάνει [[οκτώ]] κλίνες («οκτάκλινη [[αίθουσα]] νοσοκομείου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκτάκλινο</i><br />[[δωμάτιο]] με [[οκτώ]] κλίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[αίθουσα]] φαγητού με [[οκτώ]] κλίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>κλινος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάκλινος]], -ον)<br />(για [[δωμάτιο]]) αυτός που χωρεί ή περιλαμβάνει [[οκτώ]] κλίνες («οκτάκλινη [[αίθουσα]] νοσοκομείου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκτάκλινο</i><br />[[δωμάτιο]] με [[οκτώ]] κλίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[αίθουσα]] φαγητού με [[οκτώ]] κλίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), [[πρβλ]]. [[τρίκλινος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀκτάκλινος, -ον)
(για δωμάτιο) αυτός που χωρεί ή περιλαμβάνει οκτώ κλίνες («οκτάκλινη αίθουσα νοσοκομείου»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οκτάκλινο
δωμάτιο με οκτώ κλίνες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. αίθουσα φαγητού με οκτώ κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρίκλινος].