τρίκλινος
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
τρίκλινον,
A with three couches, θάλαμοι Moschio ap.Ath.5.207c; τ. οἶκοι Ath.2.47f, cf. Poll.6.7.
II Subst. τρίκλινος (sc. οἶκος), ὁ, AB114, Eust. 1573.29, Glossaria; also τρίκλινον, τό, SIG1097.29 (Athens, iv B. C.), Anaxandr.70, Arched.2.12, Plb.30.26.3, BGU388 ii 21 (ii A. D.):—dining-room with three couches, συναγαγὼν τρεῖς ὄντας εἰς τ. Antiph. 299.
2 τρίκλινος συγγενείας = a family party, Men.923.1; ὅλον τ. (acc.) a whole dinner-party, Dsc.5.71, cf. Anaxandr. l. c., Arched. l. c.
3 set of three couches, οὐχ ὑποστρώσεις τ.; Amphis 46, cf. SIG l. c., Plb. l. c., Plu.Caes.55, POxy.1277.7, 23 (iii A. D.).
III τρίκλινος ἤτοι ὡρεῖον a barn (?) or a granary, Hero *Stereom.1.46.
German (Pape)
[Seite 1143] mit drei Bett- od. Tischlagern zum Schlafen od. zum Essen, drei Tischlager fassend; davon triclinium, Speisezimmer zu drei Lagern, B. A. 114; Pol. 31, 4, 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois lits, particul. à trois lits de table ; τὸ τρίκλινον = table à trois lits.
Étymologie: τρεῖς, κλίνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίκλινος -ον [τρι -, κλίνη] als subst. ὁ of τό, triclinium (eetkamer met drie aanligbedden, of eenheid van drie samengevoegde aanligbedden).
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκλινος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρεις κλίνες (α. «δεν υπήρχαν τρίκλινα δωμάτια στο ξενοδοχείο» β. «θαλάμους δὲ τρεῖς εἶχε τρικλίνους», Αθην.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκλινο(ν)
(στους Ρωμαίους) α) το τρικλίνιο
β) το τραπέζι φαγητού γύρω από το οποίο υπήρχαν τρεις κλίνες για τους συνδαιτημόνες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ τρίκλινος
η αίθουσα δείπνου στην οποία υπήρχαν τρεις κλίνες
2. φρ. «τρίκλινος συγγενείας»
i) συγγενικό συμπόσιο
ii) δείπνο (Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ἑπτά-κλινος].
Greek Monotonic
τρίκλῑνος: -ον (κλίνη), αυτός που έχει τρεις κλίνες, κρεβάτια· ως ουσ., τρίκλινος (ενν. οἶκος), ὁ, αίθουσα δείπνου με τρεις δειπνητικές κλίνες, το triclinium των Ρωμαίων.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κλίνας, θάλαμοι Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207C.· τρ. οἶκος Ἀθήν. 47F, Πολυδ. ϛʹ, 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. τρίκλινος (ἐξυπακουομ. τοῦ οἶκος), αἴθουσα δείπνου, δειπνητήριον ἢ ἑστιατόριον μετὰ τριῶν κλινῶν δειπνητικῶν, τὸ τῶν Ρωμαίων triclinium, συναγαγὼν τρεῖς ὄντας εἰς τρίκλινον Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 34· οὐχ ὑποστρώσεις τρ.; Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 10· τρ. συγγενείας, συμπόσιον συγγενικόν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 21· - ὡσαύτως τρίκλινον, τό, Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀρχέδικος ἐν «Θησαυρῷ» 1. 12, Πολύβ. 31. 4, 3.
Middle Liddell
τρί-κλῑνος, ον, κλίνη
with three couches: as substantive, τρίκλινος (sub. οἶκοσ), a dining-room with three couches, the Roman triclinium.